Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge
GT
GD
C
H
L
M
O
a
GT
GD
C
H
L
M
O
about
/əˈbaʊt/ = ADVERB: περίπου, γύρω, κοντά, κατά προσέγγιση, ολόγυρα, παντού, πλησίον;
PREPOSITION: για, σχετικά με, περί, γύρω από, επάνω;
USER: περίπου, για, σχετικά με, σχετικά, για το
GT
GD
C
H
L
M
O
activities
/ækˈtɪv.ɪ.ti/ = NOUN: δραστηριότητες;
USER: δραστηριότητες, δραστηριοτήτων, τις δραστηριότητες, δραστηριότητες που, δραστηριότητές, δραστηριότητές
GT
GD
C
H
L
M
O
add
/æd/ = VERB: προσθέτω, αθροίζω;
USER: προσθήκη, προσθέσετε, προσθέστε, προσθέσει, πρόσθεσε, πρόσθεσε
GT
GD
C
H
L
M
O
adept
/əˈdept/ = ADJECTIVE: έμπειρος, ειδήμων, πεπειραμένος;
USER: έμπειρος, έμπειροι, ειδήμονες, ικανοί, μύστης
GT
GD
C
H
L
M
O
affordable
/əˈfɔː.də.bl̩/ = ADJECTIVE: προμηθευτός;
USER: προσιτή, προσιτές, προσιτό, οικονομικά, προσιτά
GT
GD
C
H
L
M
O
all
/ɔːl/ = ADJECTIVE: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλος, πας, απάντες;
NOUN: το όλο;
ADVERB: όλως;
USER: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλο
GT
GD
C
H
L
M
O
always
/ˈɔːl.weɪz/ = ADVERB: πάντοτε, διαρκώς;
USER: πάντοτε, πάντα, πάντα να, είναι πάντα, είναι πάντα
GT
GD
C
H
L
M
O
am
/æm/ = USER: am, π.μ., πμ, είμαι, π., π.
GT
GD
C
H
L
M
O
amazing
/əˈmeɪ.zɪŋ/ = ADJECTIVE: καταπληκτικός;
USER: καταπληκτικός, καταπληκτική, καταπληκτικό, εκπληκτικό, εκπληκτική
GT
GD
C
H
L
M
O
an
/ən/ = ARTICLE: ένα, μια, ένας;
USER: ένα, μια, ένας, μία, η
GT
GD
C
H
L
M
O
and
/ænd/ = CONJUNCTION: και;
USER: και, και την, και να, και της, και των, και των
GT
GD
C
H
L
M
O
animated
/ˈæn.ɪ.meɪ.tɪd/ = VERB: εμψυχώνω, ζωογονώ;
USER: animated, κινούμενα, κινουμένων σχεδίων, κινούμενο, κινούμενη
GT
GD
C
H
L
M
O
any
/ˈen.i/ = PRONOUN: κάθε, καθόλου, όποιος, πας;
USER: κάθε, οποιαδήποτε, οποιοδήποτε, τυχόν, οποιασδήποτε, οποιασδήποτε
GT
GD
C
H
L
M
O
are
/ɑːr/ = NOUN: εκτάριο;
VERB: ενικό και πλυθιντικό του είναι;
USER: είναι, Δεν, έχουν, τα, οι, οι
GT
GD
C
H
L
M
O
areas
/ˈeə.ri.ə/ = NOUN: έκταση, έμβαδο;
USER: περιοχές, περιοχών, τομείς, χώρους, περιοχές που
GT
GD
C
H
L
M
O
as
/əz/ = CONJUNCTION: ως, καθώς, επειδή;
USER: ως, καθώς, όπως, και, και
GT
GD
C
H
L
M
O
ask
/ɑːsk/ = VERB: παρακαλώ, ζητώ, ερωτώ;
USER: ζητώ, παρακαλώ, ζητήσει, ρωτήσω, ζητήσει από, ζητήσει από
GT
GD
C
H
L
M
O
asks
/ɑːsk/ = VERB: παρακαλώ, ζητώ, ερωτώ;
USER: ρωτά, ζητά, ζητεί από, ρωτάει, ζητεί, ζητεί
GT
GD
C
H
L
M
O
at
/ət/ = PREPOSITION: στο, κατά, στη, στον, εις, εν;
NOUN: παπάκι;
USER: στο, κατά, στη, στον, σε, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
atom
/ˈæt.əm/ = NOUN: άτομο, ελάχιστο μόριο;
USER: άτομο, ατόμου, άτομον, άτομα, ατόμων
GT
GD
C
H
L
M
O
auditory
/ˈɔː.dɪ.tər.i/ = ADJECTIVE: ακουστικός;
USER: ακουστικός, ακουστικό, ακουστική, ακουστικές, ακουστικού
GT
GD
C
H
L
M
O
bad
/bæd/ = ADJECTIVE: κακός;
USER: κακός, κακή, κακό, κακές, άσχημα
GT
GD
C
H
L
M
O
be
/biː/ = USER: be-, be, είναι, υπάρχω, γίνομαι;
USER: είναι, να, να είναι, ήταν, θα, θα
GT
GD
C
H
L
M
O
because
/bɪˈkəz/ = CONJUNCTION: επειδή, διότι;
USER: επειδή, διότι, λόγω, γιατί, γιατί
GT
GD
C
H
L
M
O
behind
/bɪˈhaɪnd/ = ADVERB: πίσω, όπισθεν, καθυστερημένος;
USER: πίσω, πίσω από, όπισθεν
GT
GD
C
H
L
M
O
beings
/ˈbiː.ɪŋ/ = NOUN: ύπαρξη, ο, ζωή, ουσία, υπόσταση;
USER: όντα, όντων, πλάσματα, τα όντα, ανθρώπων
GT
GD
C
H
L
M
O
better
/ˈbet.ər/ = ADVERB: καλύτερα, προτιμότερο;
ADJECTIVE: καλύτερος, μεγαλύτερος, καταλληλότερος;
VERB: καλυτερεύω, βελτιώνω;
NOUN: αυτός που στοιχηματίζει;
USER: καλύτερα, καλύτερος, καλύτερη, καλύτερο, καλύτερες
GT
GD
C
H
L
M
O
between
/bɪˈtwiːn/ = PREPOSITION: μεταξύ, ανάμεσα;
ADVERB: μεταξύ δύο, στο ενδιάμεσο, εν τω μεταξύ;
USER: μεταξύ, ανάμεσα, μεταξύ των, μεταξύ της, μεταξύ του, μεταξύ του
GT
GD
C
H
L
M
O
big
/bɪɡ/ = ADJECTIVE: μεγάλος, μεγαλόσωμος, μέγας, αξιόλογος, χονδρός;
USER: μεγάλος, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλες, μεγάλα
GT
GD
C
H
L
M
O
billion
/ˈbɪl.jən/ = NOUN: δισεκατομμύριο;
USER: δισεκατομμύριο, δισ., δισεκατομμύρια, δισεκατομμυρίων, δισ. ευρώ
GT
GD
C
H
L
M
O
body
/ˈbɒd.i/ = NOUN: σώμα;
USER: σώμα, σώματος, το σώμα, οργανισμό, οργανισμός, οργανισμός
GT
GD
C
H
L
M
O
brain
/breɪn/ = NOUN: εγκέφαλος, μυαλό;
USER: εγκέφαλος, μυαλό, εγκεφάλου, εγκέφαλο, του εγκεφάλου
GT
GD
C
H
L
M
O
breezy
/ˈbriː.zi/ = ADJECTIVE: δροσερός, ζωηρός;
USER: δροσερός, ζωηρός, Breezy, ανεμοδαρμένο, ανεμοδαρμένη
GT
GD
C
H
L
M
O
bring
/brɪŋ/ = VERB: φέρω, φέρνω;
USER: φέρω, φέρει, να, θέτουν, να φέρει
GT
GD
C
H
L
M
O
bringing
/brɪŋ/ = VERB: φέρω, φέρνω;
USER: φέρνοντας, άσκηση, φέρει, να φέρει, φέρνει
GT
GD
C
H
L
M
O
built
/ˌbɪltˈɪn/ = ADJECTIVE: χτίστηκε το;
USER: χτισμένο, χτίστηκε, κατασκευαστεί, χτισμένη, κτισμένο
GT
GD
C
H
L
M
O
but
/bʌt/ = CONJUNCTION: αλλά, πλην, μόλις;
PREPOSITION: εκτός;
USER: αλλά, όμως, αλλά και, αλλά η, αλλά η
GT
GD
C
H
L
M
O
by
/baɪ/ = PREPOSITION: με, υπό;
ADVERB: δίπλα, πλησίον;
USER: με, από, κατά, από την, από τον, από τον
GT
GD
C
H
L
M
O
can
/kæn/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ;
NOUN: κουτί, κονσέρβα, μεταλλικό δοχείο, κονσερβοκούτι, μπιτόνι, τενεκές;
USER: μπορώ, μπορεί, να, μπορεί να, μπορούν
GT
GD
C
H
L
M
O
care
/keər/ = NOUN: φροντίδα, περίθαλψη, προσοχή, έγνοια, σκοτούρα;
VERB: φροντίζω, νοιάζομαι;
USER: φροντίδα, περίθαλψη, νοιάζονται, νοιάζει, φροντίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
cc
/ˌsiːˈsiː/ = USER: cc, γγ, Κοιν., κ.εκ., Κοιν
GT
GD
C
H
L
M
O
celsius
/ˈsel.si.əs/ = USER: Κελσίου, celsius, βαθμούς Κελσίου, Κέλσιος
GT
GD
C
H
L
M
O
ceo
/ˌsiː.iːˈəʊ/ = USER: Διευθύνων Σύμβουλος, ceo, Διευθύνων Σύμβουλος της, CEO της, προϊστάμενος υπαλλήλων
GT
GD
C
H
L
M
O
change
/tʃeɪndʒ/ = NOUN: αλλαγή, μεταβολή, ρέστα, μετασχηματισμός, μετάπτωση, ψιλά, τροπή, παραλλαγή;
VERB: αλλάζω, μεταβάλλω, αλλάσσω, μετασχηματίζω, αλλοιώνω;
USER: αλλαγή, μεταβολή, αλλάξετε, αλλάξει, αλλάξουν
GT
GD
C
H
L
M
O
character
/ˈkær.ɪk.tər/ = NOUN: χαρακτήρας, προσωπικότητα, γράμμα, είδος, φήμη, ήρωας μυθιστορήματος;
USER: χαρακτήρας, χαρακτήρα, χαρακτήρων, του χαρακτήρα
GT
GD
C
H
L
M
O
characters
/ˈkær.ɪk.tər/ = NOUN: χαρακτήρας, προσωπικότητα, γράμμα, είδος, φήμη, ήρωας μυθιστορήματος;
USER: χαρακτήρες, χαρακτήρων, τους χαρακτήρες, χαρακτήρες που
GT
GD
C
H
L
M
O
chirps
/tʃɜːp/ = NOUN: τερέτισμα, τιτίβισμα;
USER: chirps, τερετίζουν, τερετίσματα, τερετίζει, τιτιβίσματα
GT
GD
C
H
L
M
O
cloud
/klaʊd/ = NOUN: σύννεφο, νέφος, νεφέλη;
VERB: συννεφιάζω, βουρκώνω;
USER: σύννεφο, νέφος, cloud, νέφους, νεφών
GT
GD
C
H
L
M
O
cold
/kəʊld/ = NOUN: κρύο, κρυολόγημα, κρύωμα, συνάχι;
ADJECTIVE: κρύος, ψύχος, ψυχρός;
USER: κρύο, κρύος, κρυολόγημα, κρύα, ψυχρό
GT
GD
C
H
L
M
O
comfortable
/ˈkəmfərtəbəl,ˈkəmftərbəl/ = ADJECTIVE: άνετος, αναπαυτικός;
USER: άνετος, άνετα, άνετο, άνετη, άνετες, άνετες
GT
GD
C
H
L
M
O
communication
/kəˌmjuː.nɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: ανακοίνωση, επικοινωνία, μετάδοση, συνεννόηση, συγκοινωνία, πληροφορία, είδηση, μήνυμα;
USER: επικοινωνία, ανακοίνωση, επικοινωνίας, ανακοίνωση της, επικοινωνιών
GT
GD
C
H
L
M
O
complex
/ˈkɒm.pleks/ = NOUN: συγκρότημα, σύμπλεγμα, κόμπλεξ;
ADJECTIVE: πολύπλοκος, σύνθετος, σύμπλοκος, πολυσύνθετος;
USER: συγκρότημα, σύμπλεγμα, πολύπλοκος, σύνθετος, πολύπλοκες
GT
GD
C
H
L
M
O
conditions
/kənˈdɪʃ.ən/ = NOUN: συνθήκες, περιστάσεις;
USER: συνθήκες, όρους, προϋποθέσεις, όροι, συνθηκών, συνθηκών
GT
GD
C
H
L
M
O
connection
/kəˈnek.ʃən/ = NOUN: σύνδεση, σχέση, ανταπόκριση, συγγένεια, θρησκευτική κοινότητα, πελατεία;
USER: σύνδεση, σχέση, σύνδεσης, πλαίσιο, σύνδεση στο
GT
GD
C
H
L
M
O
connectivity
/ˌkɒn.ekˈtɪv.ɪ.ti/ = USER: συνδεσιμότητα, σύνδεσης, συνδεσιμότητας, σύνδεση, συνδετικότητα
GT
GD
C
H
L
M
O
consumer
/kənˈsjuː.mər/ = NOUN: καταναλωτής;
USER: καταναλωτής, καταναλωτών, καταναλωτή, των καταναλωτών, καταναλωτικών
GT
GD
C
H
L
M
O
conversational
/ˌkɒn.vəˈseɪ.ʃən.əl/ = ADJECTIVE: ομιλητικός, καθομιλούμενος, ομιλούμενος;
USER: ομιλητικός, συνομιλητικό, συνομιλίας, συνομιλητική, συνδιάλεξης
GT
GD
C
H
L
M
O
correct
/kəˈrekt/ = ADJECTIVE: σωστός, ορθός, ακριβής;
VERB: διορθώνω, σωφρονίζω, τιμωρώ;
USER: διορθώσει, διόρθωση, διορθώσουν, διορθώσετε, διορθώνει, διορθώνει
GT
GD
C
H
L
M
O
could
/kʊd/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ;
USER: θα μπορούσε να, θα μπορούσε, θα μπορούσαν, μπορούσε να, μπορούσε, μπορούσε
GT
GD
C
H
L
M
O
counting
/kaʊnt/ = NOUN: αρίθμηση;
USER: αρίθμηση, καταμέτρηση, μέτρηση, μετρώντας, καταμέτρησης
GT
GD
C
H
L
M
O
cricket
/ˈkrɪk.ɪt/ = NOUN: κρίκετ, τριζόνι, γρύλλος, ευθυκρισία, είδος παιγνιδιού σφαίρας;
USER: κρίκετ, Cricket, του κρίκετ, το κρίκετ
GT
GD
C
H
L
M
O
crowdfunding
GT
GD
C
H
L
M
O
cto
= USER: cto, ΚΟΤ,
GT
GD
C
H
L
M
O
current
/ˈkʌr.ənt/ = NOUN: ρεύμα, ρους;
ADJECTIVE: τρέχων, ισχύων, τωρινός, τρεχούμενος, σύγχρονος, κυκλοφορών;
USER: ρεύμα, τρέχων, τρέχουσα, τρέχουσες, σημερινή
GT
GD
C
H
L
M
O
degrees
/dɪˈɡriː/ = NOUN: βαθμός, πτυχίο, δίπλωμα, μοίρα, κοινωνική θέση, βαθμός συγκρίσεως, βαθμός θερμοκρασίας, μοίρα κύκλου;
USER: μοίρες, πτυχία, βαθμούς, βαθμοί, βαθμών
GT
GD
C
H
L
M
O
dehumanizing
/dēˈ(h)yo͞oməˌnīz/ = VERB: αποκτηνώνω;
USER: απάνθρωπη, απάνθρωπες, απανθρωποιητική, απάνθρωπο, αποκτηνώνοντας
GT
GD
C
H
L
M
O
device
/dɪˈvaɪs/ = NOUN: συσκευή, μηχανισμός, μηχάνημα, τέχνασμα, επινόημα, εφεύρεση, μαραφέτι;
USER: συσκευή, συσκευής, διάταξη, τη συσκευή, διάταξης
GT
GD
C
H
L
M
O
digestible
/diˈjestəbəl,dī-/ = ADJECTIVE: ευκολοχώνευτος;
USER: ευκολοχώνευτος, εύπεπτο, εύπεπτη, εύπεπτα, εύπεπτες
GT
GD
C
H
L
M
O
done
/dʌn/ = ADJECTIVE: γινώμενος, καμωμένος;
USER: γίνεται, γίνει, κάνει, γίνονται, έγινε, έγινε
GT
GD
C
H
L
M
O
drama
/ˈdrɑː.mə/ = NOUN: δράμα;
USER: δράμα, Δράμας, δράματος, Drama, το δράμα
GT
GD
C
H
L
M
O
easy
/ˈiː.zi/ = ADJECTIVE: εύκολος, άνετος;
USER: εύκολος, εύκολο, εύκολη, εύκολα, πιο εύκολη
GT
GD
C
H
L
M
O
education
/ˌed.jʊˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: εκπαίδευση, παιδεία, αγωγή, μόρφωση, διαπαιδαγώγηση, παιδαγώγηση;
USER: εκπαίδευση, παιδεία, μόρφωση, εκπαίδευσης, της εκπαίδευσης
GT
GD
C
H
L
M
O
educational
/ˌed.jʊˈkeɪ.ʃən.əl/ = ADJECTIVE: εκπαιδευτικός;
USER: εκπαιδευτικός, εκπαιδευτικό, εκπαιδευτικά, εκπαιδευτικών, εκπαιδευτικές
GT
GD
C
H
L
M
O
electron
/ɪˈlek.trɒn/ = NOUN: ηλεκτρόνιο;
USER: ηλεκτρόνιο, ηλεκτρονίων, ηλεκτρονίου, ηλεκτρονικό, ηλεκτρονική
GT
GD
C
H
L
M
O
emotional
/ɪˈməʊ.ʃən.əl/ = ADJECTIVE: ευαίσθητος, ευσυγκίνητος, συγκινητικός;
USER: συναισθηματική, συναισθηματικό, συναισθηματικής, συναισθηματικές, συναισθηματικά
GT
GD
C
H
L
M
O
encourage
/ɪnˈkʌr.ɪdʒ/ = VERB: ενθαρρύνω, εμψυχώνω;
USER: ενθαρρύνω, ενθαρρύνει, ενθαρρύνουν, ενθάρρυνση, την ενθάρρυνση
GT
GD
C
H
L
M
O
english
/ˈɪŋ.ɡlɪʃ/ = ADJECTIVE: αγγλικός;
NOUN: Εγγλέζος;
USER: english, αγγλικά, αγγλική, Πρώτα αγγλικά, Αγγλικα, Αγγλικα
GT
GD
C
H
L
M
O
entertainment
/ˌentərˈtānmənt/ = NOUN: ψυχαγωγία, διασκέδαση;
USER: ψυχαγωγία, διασκέδαση, ψυχαγωγίας, Entertainment, διασκέδασης, διασκέδασης
GT
GD
C
H
L
M
O
especially
/ɪˈspeʃ.əl.i/ = ADVERB: ειδικά;
USER: ειδικά, ιδίως, ιδιαίτερα, κυρίως, ειδικότερα, ειδικότερα
GT
GD
C
H
L
M
O
everybody
/ˈev.riˌbɒd.i/ = PRONOUN: όλοι, πάντες;
USER: όλοι, πάντες, όλους, καθένας, ο καθένας, ο καθένας
GT
GD
C
H
L
M
O
everything
/ˈev.ri.θɪŋ/ = PRONOUN: πάντα, καθετί;
USER: πάντα, τα πάντα, όλα, ό, ό
GT
GD
C
H
L
M
O
existing
/ɪɡˈzɪs.tɪŋ/ = VERB: υπάρχω, ζω, υφίσταμαι;
USER: υφιστάμενες, υπάρχουσες, υπάρχοντα, υφιστάμενα, υφιστάμενων
GT
GD
C
H
L
M
O
explains
/ɪkˈspleɪn/ = VERB: εξηγώ, διερμηνεύω;
USER: εξηγεί, εξηγεί ο, εξηγείται, διευκρινίζει
GT
GD
C
H
L
M
O
expression
/ɪkˈspreʃ.ən/ = NOUN: έκφραση;
USER: έκφραση, έκφρασης, εκφράσεως, την έκφραση, της έκφρασης, της έκφρασης
GT
GD
C
H
L
M
O
expressions
/ɪkˈspreʃ.ən/ = NOUN: έκφραση;
USER: εκφράσεις, εκφράσεων, εκφράσεις του, έκφρασης, τις εκφράσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
extra
/ˈek.strə/ = ADVERB: επιπλέον, περιπλέον;
ADJECTIVE: πρόσθετος, έκτακτος;
USER: επιπλέον, έξτρα, πρόσθετη, εκτός, πρόσθετο
GT
GD
C
H
L
M
O
facial
/ˈfeɪ.ʃəl/ = ADJECTIVE: προσώπου;
NOUN: μασάζ;
USER: προσώπου, του προσώπου, πρόσωπο
GT
GD
C
H
L
M
O
fact
/fækt/ = NOUN: γεγονός, δεδομένο;
USER: γεγονός, πραγματικότητα, γεγονότος, Πράγματι, το γεγονός, το γεγονός
GT
GD
C
H
L
M
O
facts
/fækt/ = NOUN: γεγονός, δεδομένο;
USER: γεγονότα, τα γεγονότα, πραγματικά περιστατικά, περιστατικά, στοιχεία
GT
GD
C
H
L
M
O
feel
/fiːl/ = VERB: αισθάνομαι, νιώθω, ψηλαφώ, αγγίζω, πασπατεύω;
NOUN: αφή;
USER: αισθάνομαι, νιώθω, αισθάνονται, αισθάνεστε, αισθανθείτε, αισθανθείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
fellow
/ˈfel.əʊ/ = NOUN: σύντροφος;
USER: συναδέλφους, τους συναδέλφους, συμπολίτες, συνάδελφοι, συναδέλφων
GT
GD
C
H
L
M
O
finger
/ˈfɪŋ.ɡər/ = NOUN: δάχτυλο, δάκτυλο, δάκτυλος;
VERB: ψαύω, ψηλαφώ;
USER: δάχτυλο, δάκτυλο, δάχτυλό, το δάχτυλό, δακτύλου
GT
GD
C
H
L
M
O
firing
/ˈfaɪə.rɪŋ/ = VERB: πυροβολώ, φλέγω, ανάπτω;
USER: ψήσιμο, βολής, πυροδότησης, πυροδότηση, εκτόξευση
GT
GD
C
H
L
M
O
for
/fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα;
CONJUNCTION: διότι;
USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις
GT
GD
C
H
L
M
O
forehead
/ˈfɒr.ɪd/ = NOUN: μέτωπο, μέτοπο;
USER: μέτωπο, μέτωπό, το μέτωπο, μετώπου, το μέτωπό
GT
GD
C
H
L
M
O
friendly
/ˈfrend.li/ = ADJECTIVE: φιλικός;
USER: φιλικός, φιλικό, παιδιά, φιλική, φιλικό προς
GT
GD
C
H
L
M
O
friends
/frend/ = NOUN: φίλος, φίλη;
USER: φίλους, φίλοι, τους φίλους, φίλων, παγκοσμίως, παγκοσμίως
GT
GD
C
H
L
M
O
frown
/fraʊn/ = VERB: συνοφρυώνομαι, κατσουφιάζω, συνοφρύουμαι;
NOUN: συνοφρύωση;
USER: συνοφρύουμαι, συνοφρυώνομαι, κατσουφιάζω, συνοφρύωση, συνοφρύωμα
GT
GD
C
H
L
M
O
games
/ɡeɪm/ = NOUN: παιχνίδι, άθλημα, αγών, κυνήγιο, παιγνίδιο, αγρίμι;
VERB: παίζω;
USER: παιχνίδια, games, Αγώνες, τα παιχνίδια, παιχνιδιών
GT
GD
C
H
L
M
O
genius
/ˈdʒiː.ni.əs/ = NOUN: ιδιοφυία, μεγαλοφυία, δαιμόνιο πνεύμα;
USER: ιδιοφυία, μεγαλοφυία, ιδιοφυΐα, μεγαλοφυΐα, genius
GT
GD
C
H
L
M
O
gestures
/ˈdʒes.tʃər/ = NOUN: χειρονομία;
USER: χειρονομίες, χειρονομιών, κινήσεις, κινήσεων, τις χειρονομίες
GT
GD
C
H
L
M
O
get
/ɡet/ = VERB: παίρνω, αποκτώ, λαμβάνω, πηγαίνω, κερδίζω, γίνομαι, φθάνω, προμηθεύομαι, επιτυγχάνω, συμμαζεύω;
USER: πάρετε, να, πάρει, να πάρει, να πάρετε
GT
GD
C
H
L
M
O
go
/ɡəʊ/ = VERB: πάω, πηγαίνω, υπάγω;
USER: πάω, πηγαίνω, πάει, πάτε, πάνε, πάνε
GT
GD
C
H
L
M
O
goal
/ɡəʊl/ = NOUN: τέρμα, γκολ, τελικός σκοπός;
USER: γκολ, τέρμα, στόχος, στόχο, στόχου
GT
GD
C
H
L
M
O
good
/ɡʊd/ = ADJECTIVE: καλός, αγαθός;
USER: καλός, καλή, καλό, καλής, καλά, καλά
GT
GD
C
H
L
M
O
grow
/ɡrəʊ/ = VERB: καλλιεργώ, αυξάνομαι, γίνομαι, αυξάνω, φυτρώνω, φύομαι;
USER: μεγαλώνουν, αυξάνεται, αυξάνονται, αυξηθεί, αναπτύσσονται
GT
GD
C
H
L
M
O
hansen
= USER: Hansen, Χάνσεν, ο Hansen,
GT
GD
C
H
L
M
O
hard
/hɑːd/ = ADVERB: σκληρά, δύσκολα, δυνατά;
ADJECTIVE: σκληρός, δύσκολος, στρυφνός, χαλεπός, σταθερός, δριμύς;
USER: σκληρά, σκληρός, δύσκολα, σκληρό, δύσκολο
GT
GD
C
H
L
M
O
has
/hæz/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ;
USER: έχει, διαθέτει, πρέπει, πρέπει
GT
GD
C
H
L
M
O
have
/hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ;
USER: έχω, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε, έχετε
GT
GD
C
H
L
M
O
having
/hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ;
USER: έχοντας, έχει, έχουν, που έχει, με, με
GT
GD
C
H
L
M
O
he
/hiː/ = PRONOUN: αυτός;
USER: αυτός, που, ότι, ο, θα, θα
GT
GD
C
H
L
M
O
heard
/hɪər/ = VERB: ακούω, μανθάνω;
USER: ακούσει, άκουσα, ακούγεται, άκουσε, ακουστεί
GT
GD
C
H
L
M
O
her
/hɜːr/ = PRONOUN: αυτήν, αυτή, αυτής, δικό της, δικός της;
USER: αυτήν, της, την
GT
GD
C
H
L
M
O
him
/hɪm/ = PRONOUN: αυτόν;
USER: αυτόν, τον, του, σουτ, σουτ
GT
GD
C
H
L
M
O
his
/hɪz/ = PRONOUN: του, αυτού, δικός του, ιδικός του, ιδικός του
GT
GD
C
H
L
M
O
home
/həʊm/ = NOUN: σπίτι, κατοικία, οικία, οίκος;
USER: σπίτι, αρχική σελίδα, στο σπίτι, αρχική, σπιτιού, σπιτιού
GT
GD
C
H
L
M
O
human
/ˈhjuː.mən/ = ADJECTIVE: ανθρώπινος;
USER: ανθρώπινος, ανθρώπινη, ανθρωπίνων, ανθρώπινα, ανθρώπινο
GT
GD
C
H
L
M
O
humanizing
/ˈhjuː.mə.naɪz/ = VERB: εξανθρωπίζω, ανθρωπίζω;
USER: εξανθρωπισμού, εξανθρωπισμό, εξανθρωπισμό των, ανθρωποποίησης, εξανθρωπίσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
hundred
/ˈhʌn.drəd/ = USER: hundred-, hundred, hundred;
USER: εκατό, εκατοντάδες, εκατόν, διακόσια, εκατοντάδων, εκατοντάδων
GT
GD
C
H
L
M
O
i
/aɪ/ = PRONOUN: εγώ;
USER: εγώ, i, Ι, θ, μπορώ
GT
GD
C
H
L
M
O
if
/ɪf/ = CONJUNCTION: αν, εάν, προκειμένου;
USER: αν, εάν, εφόσον, εφόσον
GT
GD
C
H
L
M
O
important
/ɪmˈpɔː.tənt/ = ADJECTIVE: σπουδαίος, σοβαρός, βαρυσήμαντος;
USER: σημαντικό, σημαντική, σημαντικά, σημαντικές, σημαντικός, σημαντικός
GT
GD
C
H
L
M
O
in
/ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα;
USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον
GT
GD
C
H
L
M
O
instead
/ɪnˈsted/ = ADVERB: αντί, αντί αυτού, σε αντικατάσταση, εις αντικατάσταση;
USER: αντί, αντί να, αντί για, αντί για
GT
GD
C
H
L
M
O
interact
/ˌɪn.təˈrækt/ = VERB: αλληλεπιδρώ, επιδρώ αμοιβαία;
USER: αλληλεπιδρούν, αλληλεπιδράσουν, αλληλεπίδραση, αλληλεπιδράσει, αλληλεπιδρά
GT
GD
C
H
L
M
O
interacting
/ˌɪn.təˈrækt/ = VERB: αλληλεπιδρώ, επιδρώ αμοιβαία;
USER: αλληλεπιδρώντας, αλληλεπίδραση, αλληλεπιδρούν, αλληλεπίδρασης, αλληλεπιδρά
GT
GD
C
H
L
M
O
interaction
/ˌɪn.təˈræk.ʃən/ = NOUN: αλληλεπίδραση;
USER: αλληλεπίδραση, αλληλεπίδρασης, την αλληλεπίδραση, διάδραση, αλληλεπιδράσεων
GT
GD
C
H
L
M
O
interactive
/ˌintərˈaktiv/ = ADJECTIVE: αλληλεπιδραστικός;
USER: διαδραστικό, διαδραστικά, διαδραστική, διαδραστικές, διαδραστικών, διαδραστικών
GT
GD
C
H
L
M
O
into
/ˈɪn.tuː/ = PREPOSITION: σε, μέσα, εντός, εις;
USER: σε, μέσα, στην, στο, στη, στη
GT
GD
C
H
L
M
O
ion
/ˈaɪ.ɒn/ = NOUN: ιόν;
USER: ιόν, ιόντων, ion, ιόντος, ιόντα
GT
GD
C
H
L
M
O
ipad
= USER: ipad, iPad της, το iPad
GT
GD
C
H
L
M
O
is
/ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται
GT
GD
C
H
L
M
O
isolating
/ˈaɪ.sə.leɪt/ = VERB: απομονώνω, απομονώ, μονώνω;
USER: απομόνωση, απομονώνοντας, απομόνωσης, την απομόνωση, απομόνωση των
GT
GD
C
H
L
M
O
it
/ɪt/ = PRONOUN: το, αυτό;
USER: αυτό, το, είναι, να, ότι, ότι
GT
GD
C
H
L
M
O
job
/dʒɒb/ = NOUN: εργασία, δουλειά, θέση, επάγγελμα, ιώβ;
VERB: διαπραγματεύομαι αξίες;
ADJECTIVE: υπομονετικός άνθρωπος;
USER: δουλειά, εργασία, θέση, εργασίας, θέσεων εργασίας
GT
GD
C
H
L
M
O
jokes
/dʒəʊk/ = NOUN: αστείο, χωρατό, αστεϊσμός;
VERB: αστειεύομαι;
USER: ανέκδοτα, αστεία, τα αστεία, αστείων, jokes
GT
GD
C
H
L
M
O
just
/dʒʌst/ = ADVERB: μόλις, απλώς, μόνο και μόνο, κυριολεκτικά;
ADJECTIVE: δίκαιος, ακριβής, ορθός, πρέπων, δικαιολογημένος;
USER: μόλις, απλώς, μόνο και μόνο, μόνο, ακριβώς
GT
GD
C
H
L
M
O
justice
/ˈdʒʌs.tɪs/ = NOUN: δικαιοσύνη, δικαστής;
USER: δικαιοσύνη, δικαιοσύνης, Δικαστηρίου, της δικαιοσύνης, Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
GT
GD
C
H
L
M
O
know
/nəʊ/ = VERB: γνωρίζω, ξέρω, αναγνωρίζω, ξεχωρίζω, έχω πείρα;
USER: ξέρω, γνωρίζω, ξέρετε, γνωρίζουν, γνωρίζουμε, γνωρίζουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
language
/ˈlæŋ.ɡwɪdʒ/ = NOUN: γλώσσα;
USER: γλώσσα, γλώσσας, γλωσσών, γλώσσες, γλωσσικές, γλωσσικές
GT
GD
C
H
L
M
O
lately
/ˈleɪt.li/ = ADVERB: πρόσφατα, προσφάτως, εσχάτως;
USER: πρόσφατα, τελευταίο καιρό, τον τελευταίο καιρό, τελευταία, τελευταία χρόνια
GT
GD
C
H
L
M
O
law
/lɔː/ = NOUN: νόμος, νομική, δίκαιο νομικής;
ADJECTIVE: νομικός;
USER: νόμος, νομική, δικαίου, δίκαιο, νόμου
GT
GD
C
H
L
M
O
learn
/lɜːn/ = VERB: μαθαίνω, μανθάνω, πηδώ;
USER: μάθετε, μαθαίνουν, να μάθουν, μάθουν, μάθει, μάθει
GT
GD
C
H
L
M
O
learning
/ˈlɜː.nɪŋ/ = NOUN: vzdělání, studium, učenost, vědomost;
USER: μάθηση, μάθησης, εκμάθηση, εκμάθησης, μαθησιακές, μαθησιακές
GT
GD
C
H
L
M
O
let
/let/ = USER: let-, let, may, I wish, let, αφήνω, επιτρέπω, ενοικιάζω, αφίνω;
NOUN: μίσθωση, κώλυμα;
USER: ας, αφήσει, αφήστε, επιτρέψτε, αφήσουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
life
/laɪf/ = NOUN: ζωή, βίος;
USER: ζωή, ζωής, τη ζωή, της ζωής, η ζωή, η ζωή
GT
GD
C
H
L
M
O
like
/laɪk/ = CONJUNCTION: σαν;
VERB: συμπαθώ, αρέσω, αγαπώ, βρίσκω καλό, ευρίσκω καλόν;
ADJECTIVE: όμοιος;
ADVERB: καθώς, αφάνταστα;
USER: σαν, όπως, όπως το, όπως η
GT
GD
C
H
L
M
O
limited
/ˈlɪm.ɪ.tɪd/ = ADJECTIVE: περιωρισμένος;
USER: περιορισμένη, περιορισμένο, περιορισμένης, περιορισμένες, περιορισμένα, περιορισμένα
GT
GD
C
H
L
M
O
look
/lʊk/ = NOUN: ματιά, βλέμμα, όψη, μορφή, ύφος;
VERB: κοιτάζω, φαίνομαι, βλέπω;
USER: ματιά, κοιτάζω, κοιτάξτε, βλέμμα, εξετάσουμε, εξετάσουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
looks
/lʊk/ = NOUN: παρουσιαστικό;
USER: φαίνεται, μοιάζει, κοιτάζει, εξετάζει, και φαίνεται
GT
GD
C
H
L
M
O
lost
/lɒst/ = NOUN: χαμένος, χασούρα, σωρεία;
USER: χαμένος, χάσει, έχασε, χαθεί, χάσει την, χάσει την
GT
GD
C
H
L
M
O
low
/ləʊ/ = ADJECTIVE: χαμηλός, ευτελής, ταπεινός, πρόστυχος;
VERB: μυκώμαι, μουγγρίζω;
USER: χαμηλός, χαμηλή, χαμηλό, χαμηλής, χαμηλού
GT
GD
C
H
L
M
O
m
/əm/ = USER: m, μ, μ., τ.μ., μέτρα
GT
GD
C
H
L
M
O
make
/meɪk/ = VERB: κάνω, κατασκευάζω, καθιστώ, πλάθω, συνθέτω, φθάνω;
NOUN: μάρκα, κατασκευή;
USER: κάνω, να, κάνει, κάνουν, κάνετε, κάνετε
GT
GD
C
H
L
M
O
makes
/meɪk/ = NOUN: μάρκα, κατασκευή;
VERB: κάνω, κατασκευάζω, καθιστώ, πλάθω, συνθέτω, φθάνω;
USER: κάνει, καθιστά, που κάνει, έκανε, το καθιστά
GT
GD
C
H
L
M
O
me
/miː/ = PRONOUN: μου, με, εμένα, εγώ;
USER: μου, εμένα, με, εγώ, μένα, μένα
GT
GD
C
H
L
M
O
meets
/miːt/ = VERB: συναντώ, συναντιέμαι, ανταμώνω, συνεδριάζω, προϋπαντώ, αγγίζω, συνέρχομαι;
USER: πληροί, ανταποκρίνεται, ικανοποιεί, συναντά, συνεδριάζει
GT
GD
C
H
L
M
O
more
/mɔːr/ = ADVERB: περισσότερο, πλέον, ακόμη, πιό, παραπάνω, μάλλον, κι άλλο;
ADJECTIVE: περισσότερος, πιότερος;
USER: περισσότερο, ακόμη, πλέον, περισσότερα, πιο
GT
GD
C
H
L
M
O
most
/məʊst/ = ADVERB: πλέον, μάλλον;
ADJECTIVE: περισσότερος, πλείστος;
NOUN: πλείστο, πλείστοι, μάλιστα;
USER: πλέον, πιο, περισσότερες, περισσότερα, περισσότεροι
GT
GD
C
H
L
M
O
motion
/ˈməʊ.ʃən/ = NOUN: κίνηση, πρόταση, κίνημα;
VERB: κάνω σημείο;
USER: κίνηση, πρόταση, κίνησης, πρότασης, κινήσεως
GT
GD
C
H
L
M
O
moving
/ˈmuː.vɪŋ/ = NOUN: κίνηση, μετατόπιση, μετακόμιση;
ADJECTIVE: κινούμενος, συγκινητικός;
USER: κίνηση, κινείται, διακινούνται, που διακινούνται, μετακίνηση
GT
GD
C
H
L
M
O
much
/mʌtʃ/ = ADVERB: πολύ;
ADJECTIVE: πολύς;
USER: πολύ, πολλά, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλο μέρος, μεγάλο μέρος
GT
GD
C
H
L
M
O
my
/maɪ/ = PRONOUN: můj;
USER: μου, My, μου xo.gr, μου Η, μου Η
GT
GD
C
H
L
M
O
name
/neɪm/ = NOUN: όνομα, φήμη, προσωνυμία, υπόληψη;
VERB: κατονομάζω, ονομάζω, διορίζω;
USER: όνομα, ονομασία, ονόματος, όνομά, το όνομα, το όνομα
GT
GD
C
H
L
M
O
native
/ˈneɪ.tɪv/ = ADJECTIVE: ντόπιος, ιθαγενής, εγχώριος, γενέθλιος, έμφυτος, ατόφιος;
USER: ντόπιος, Native, μητρική, φυσική, εγγενή, εγγενή
GT
GD
C
H
L
M
O
natural
/ˈnætʃ.ər.əl/ = ADJECTIVE: φυσικός, φυσιολογικός, εκ φύσεως, έμφυτος;
USER: φυσικός, φυσικό, φυσικών, φυσικά, φυσική, φυσική
GT
GD
C
H
L
M
O
neurons
/ˈnjʊə.rɒn/ = NOUN: νευρώνας, νευρών;
USER: νευρώνες, νευρώνων, οι νευρώνες, τους νευρώνες, νευρώνες που
GT
GD
C
H
L
M
O
new
/njuː/ = ADJECTIVE: νέος, καινούργιος, καινουργής, πρόσφατος, φρέσκος;
USER: νέος, νέα, νέο, νέων, νέες, νέες
GT
GD
C
H
L
M
O
non
/nɒn-/ = USER: non, non, non;
USER: μη, δεν, χωρίς, εκτός, που δεν
GT
GD
C
H
L
M
O
not
/nɒt/ = ADVERB: δεν, όχι, μη;
USER: δεν, όχι, μη, μην, δεν είναι, δεν είναι
GT
GD
C
H
L
M
O
now
/naʊ/ = ADVERB: τώρα, λοιπόν, όμως, τώρα λοιπόν;
USER: τώρα, επιχειρηση, την επιχειρηση, πλέον, με την επιχειρηση, με την επιχειρηση
GT
GD
C
H
L
M
O
of
/əv/ = PREPOSITION: του, από;
USER: από, του, της, των, των
GT
GD
C
H
L
M
O
often
/ˈɒf.ən/ = ADVERB: συχνά, τακτικά, πολλάκις;
USER: συχνά, συνήθως, φορές, πολλές φορές, που συχνά, που συχνά
GT
GD
C
H
L
M
O
on
/ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις;
ADVERB: κατά συνέχεια;
USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά
GT
GD
C
H
L
M
O
one
/wʌn/ = PRONOUN: ένας, κάποιος, εις;
USER: ένας, κάποιος, ένα, μία, μια, μια
GT
GD
C
H
L
M
O
open
/ˈəʊ.pən/ = ADJECTIVE: ανοιχτό, ανοικτός, ανοιχτός, ειλικρινής;
VERB: ανοίγω, ανοίγομαι;
USER: ανοιχτό, ανοίξει, ανοίξετε, ανοίξτε, άνοιγμα
GT
GD
C
H
L
M
O
opening
/ˈəʊ.pən.ɪŋ/ = NOUN: άνοιγμα, εγκαίνια, ξάνοιγμα;
USER: άνοιγμα, το άνοιγμα, ανοίγματος, άνοιγμα των, ανοίγοντας
GT
GD
C
H
L
M
O
or
/ɔːr/ = CONJUNCTION: ή;
USER: ή, και, ή να, είτε, ή την, ή την
GT
GD
C
H
L
M
O
our
/aʊər/ = PRONOUN:
GT
GD
C
H
L
M
O
out
/aʊt/ = ADVERB: έξω, απέξω;
PREPOSITION: εκτός, εκ;
USER: έξω, εκτός, από, out, Αναχώρηση, Αναχώρηση
GT
GD
C
H
L
M
O
own
/əʊn/ = PRONOUN: ίδιος, ιδικός μου;
VERB: κατέχω, έχω, ομολογώ, εξουσιάζω;
USER: δική, τη δική, δικό, το δικό, δικές, δικές
GT
GD
C
H
L
M
O
people
/ˈpiː.pl̩/ = NOUN: άνθρωποι, λαός, κόσμος, ντουνιάς;
VERB: κατοικίζω;
USER: άνθρωποι, άτομα, ανθρώπους, ανθρώπων, οι άνθρωποι, οι άνθρωποι
GT
GD
C
H
L
M
O
personal
/ˈpɜː.sən.əl/ = ADJECTIVE: προσωπικός, ιδιωτικός;
USER: προσωπικός, προσωπική, προσωπικού, προσωπικών, προσωπικά
GT
GD
C
H
L
M
O
personality
/ˌpərsəˈnalitē/ = NOUN: προσωπικότητα, προσωπικότης, ατομικότης;
USER: προσωπικότητα, προσωπικότητας, προσωπικότητά, την προσωπικότητά, την προσωπικότητα
GT
GD
C
H
L
M
O
physical
/ˈfɪz.ɪ.kəl/ = ADJECTIVE: φυσικός, σωματικός, υλικός;
USER: φυσικός, φυσική, σωματική, φυσικές, φυσικά
GT
GD
C
H
L
M
O
please
/pliːz/ = VERB: παρακαλώ, ευχαριστώ, αρέσω, αρέσκω, ευαρεστώ, τέρπω, ευχαριστούμαι;
USER: παρακαλώ, παρακαλούμε, παρακαλούμε να, παρακαλείστε, παρακαλείσθε
GT
GD
C
H
L
M
O
positive
/ˈpɒz.ə.tɪv/ = ADJECTIVE: θετικός, ρητός;
USER: θετικός, θετική, θετικό, θετικά, θετικές
GT
GD
C
H
L
M
O
pretty
/ˈprɪt.i/ = ADVERB: αρκετά;
ADJECTIVE: όμορφη, χαριτωμένος, κομψός, εύμορφος, νόστιμος, αρκετός;
USER: αρκετά, όμορφη, πολύ, όμορφο, λίγο, λίγο
GT
GD
C
H
L
M
O
processing
/ˈprəʊ.ses/ = VERB: κατεργάζομαι;
USER: μεταποίηση, επεξεργασία, επεξεργασίας, μεταποίησης, την επεξεργασία
GT
GD
C
H
L
M
O
professor
/prəˈfes.ər/ = NOUN: καθηγητής;
USER: καθηγητής, καθηγητή, Καθηγήτρια, ο καθηγητής, τον καθηγητή
GT
GD
C
H
L
M
O
published
/ˈpʌb.lɪʃ/ = VERB: δημοσιεύω, εκδίδω;
USER: δημοσιεύονται, δημοσιευθεί, δημοσιεύεται, δημοσιεύθηκε, δημοσίευσε, δημοσίευσε
GT
GD
C
H
L
M
O
push
/pʊʃ/ = NOUN: ώθηση, επιμονή;
VERB: σπρώχνω, ωθώ, ζορίζω;
USER: ώθηση, ωθήσει, πιέστε, σπρώξτε, προωθήσει, προωθήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
put
/pʊt/ = VERB: βάζω, θέτω, βάλλω;
USER: που, θέσει, να θέσει, βάλει, τεθεί, τεθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
re
/riː/ = PREPOSITION: σχετικά με, περί, επί του θέματός του;
NOUN: ρε;
USER: εκ νέου, ξανά, την εκ νέου, νέου, πάλι, πάλι
GT
GD
C
H
L
M
O
reach
/riːtʃ/ = NOUN: έκταση, φθάσιμο, τέντωμα, εφικτή απόσταση;
VERB: φθάνω, εκτείνω, εκτείνομαι;
USER: φθάσουν, φτάσουν, φτάσετε, φτάσει, φθάσει, φθάσει
GT
GD
C
H
L
M
O
realized
/ˈrɪə.laɪz/ = VERB: αντιλαμβάνομαι, πραγματοποιώ, εννοώ;
USER: συνειδητοποίησε, υλοποιηθεί, συνειδητοποίησα, πραγματοποιηθεί, συνειδητοποιήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
really
/ˈrɪə.li/ = ADVERB: πραγματικά, όντως, πραγματικώς;
USER: πραγματικά, πολύ, πράγματι, πραγματικά να, πραγματικότητα, πραγματικότητα
GT
GD
C
H
L
M
O
replies
/rɪˈplaɪ/ = NOUN: απάντηση;
VERB: απαντώ, αποκρίνομαι;
USER: απαντήσεις, απαντήσεων, τις απαντήσεις, οι απαντήσεις, απαντά
GT
GD
C
H
L
M
O
require
/rɪˈkwaɪər/ = VERB: χρειάζομαι, απαιτώ;
USER: απαιτούν, απαιτεί, απαιτήσει, απαιτείται, χρειάζονται
GT
GD
C
H
L
M
O
review
/rɪˈvjuː/ = NOUN: κριτική, αναθεώρηση, ανασκόπηση, επιθεώρηση;
VERB: αναθεωρώ;
USER: επανεξέταση, αναθεώρηση, επανεξετάζει, επανεξετάσει, αναθεωρήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
right
/raɪt/ = NOUN: δικαίωμα, δεξιά, δίκιο, καλό;
ADJECTIVE: σωστός, δεξιός, κατάλληλος, δίκαιος;
ADVERB: ορθώς, ίσια, κατ' ευθείαν;
VERB: δικαιώ, επανορθώ;
USER: δεξιά, δικαίωμα, σωστός, δίκιο, δικαιώματος
GT
GD
C
H
L
M
O
robot
/ˈrəʊ.bɒt/ = NOUN: ρομπότ, εργάτης, μηχανικός, μηχανικώς εργαζόμενος;
VERB: ρομπώ;
USER: ρομπότ, robot, ρομπότ που, το ρομπότ
GT
GD
C
H
L
M
O
robotics
/rəʊˈbɒt.ɪks/ = NOUN: ρομποτική;
USER: ρομποτική, ρομποτικής, Robotics, ρομποτικές, η ρομποτική
GT
GD
C
H
L
M
O
robots
/ˈrəʊ.bɒt/ = NOUN: ρομπότ, εργάτης, μηχανικός, μηχανικώς εργαζόμενος;
USER: ρομπότ, τα ρομπότ, robots, ρομποτ, ρομπότ που
GT
GD
C
H
L
M
O
s
= ABBREVIATION: μικρό;
USER: s, ες, α, ων
GT
GD
C
H
L
M
O
same
/seɪm/ = NOUN: ίδιο;
ADJECTIVE: ίδιος, όμοιος;
PRONOUN: ίδιος;
USER: ίδιο, ίδιος, ίδια, ίδιες, ίδιας, ίδιας
GT
GD
C
H
L
M
O
says
/seɪ/ = USER: λέει, λέει ο, λέει η, λέει η
GT
GD
C
H
L
M
O
science
/saɪəns/ = NOUN: επιστήμη;
USER: επιστήμη, επιστήμης, της επιστήμης, την επιστήμη, επιστημονικής
GT
GD
C
H
L
M
O
scientific
/ˌsīənˈtifik/ = ADJECTIVE: επιστημονικός;
USER: επιστημονικός, επιστημονική, επιστημονικής, επιστημονικών, επιστημονικές
GT
GD
C
H
L
M
O
see
/siː/ = VERB: βλέπω, καταλαβαίνω;
NOUN: επισκοπή;
USER: βλέπω, δείτε, βλ., βλέπε, βλέπετε, βλέπετε
GT
GD
C
H
L
M
O
self
/self/ = PRONOUN: εαυτός;
ADJECTIVE: ίδιος;
USER: εαυτός, αυτο, εαυτό, αυτό, self
GT
GD
C
H
L
M
O
senses
/sens/ = NOUN: έννοια, αίσθηση, νόημα, λογικό, συναίσθημα, νους, γνώση;
VERB: διαισθάνομαι;
USER: τις αισθήσεις, αισθήσεις, αισθήσεων, ανιχνεύει, αισθάνεται
GT
GD
C
H
L
M
O
set
/set/ = NOUN: σετ, σειρά, συλλογή, δύση, τάξη, σερβίτσιο;
VERB: θέτω, ορίζω, βάζω, τοποθετώ;
ADJECTIVE: ορισμένος, σταθερός;
USER: σετ, που, ρυθμίσετε, ορίζεται, ορίσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
settings
/ˈset.ɪŋ/ = NOUN: τοποθέτηση, δύση, σύνθεση, δέσιμο δακτυλιολίθου, σκηνογραφία, δέσιμο κοσμήματος;
USER: ρυθμίσεις, ρυθμίσεων, τις ρυθμίσεις, ρυθμίσεις του, των ρυθμίσεων
GT
GD
C
H
L
M
O
simplistic
/sɪmˈplɪs.tɪk/ = USER: απλοϊκή, απλοϊκό, απλοϊκές, απλουστευτική, απλουστευτικές
GT
GD
C
H
L
M
O
smart
/smɑːt/ = ADJECTIVE: έξυπνος, κομψός, ξύπνιος, οξύς, ζωηρός, δριμύς;
NOUN: μάγκας, πόνος;
VERB: πονώ, τσούζω;
USER: έξυπνος, έξυπνη, έξυπνο, έξυπνες, έξυπνα
GT
GD
C
H
L
M
O
smile
/smaɪl/ = NOUN: χαμόγελο, μειδίαμα;
VERB: μειδιώ;
USER: χαμόγελο, χαμογελούν, χαμογελάσει, χαμογελά, το χαμόγελο
GT
GD
C
H
L
M
O
so
/səʊ/ = ADVERB: έτσι, λοιπόν, ούτω;
CONJUNCTION: ώστε, επομένως, όθεν;
USER: έτσι, ώστε, τόσο, έτσι ώστε, έτσι ώστε
GT
GD
C
H
L
M
O
social
/ˈsəʊ.ʃəl/ = ADJECTIVE: κοινωνικός;
USER: κοινωνικός, κοινωνικής, κοινωνική, κοινωνικών, κοινωνικές
GT
GD
C
H
L
M
O
socially
/ˈsəʊ.ʃəl.i/ = USER: κοινωνικά, κοινωνικώς, κοινωνικές, κοινωνική, Σε κοινωνικές
GT
GD
C
H
L
M
O
software
/ˈsɒft.weər/ = NOUN: λογισμικό;
USER: λογισμικό, λογισμικού, Software, το λογισμικό, του λογισμικού
GT
GD
C
H
L
M
O
something
/ˈsʌm.θɪŋ/ = PRONOUN: κάτι;
USER: κάτι, κάτι που, κάτι το, κάτι για, κάτι για
GT
GD
C
H
L
M
O
speakers
/ˈspiː.kər/ = NOUN: ομιλητής, μεγάφωνο, ρήτωρ, πρόεδρος βουλής;
USER: ηχεία, ομιλητές, ομιλητών, ηχείων, τα ηχεία
GT
GD
C
H
L
M
O
speech
/spiːtʃ/ = NOUN: ομιλία, λόγος, φωνή, λαλιά;
USER: ομιλία, ομιλίας, λόγου, ομιλία του, λόγο, λόγο
GT
GD
C
H
L
M
O
sponge
/spʌndʒ/ = NOUN: σφουγγάρι, σπόγγος, παράσιτος;
VERB: σφογγίζω;
USER: σφουγγάρι, σπόγγος, επιτελείο, σπόγγου, σπόγγο
GT
GD
C
H
L
M
O
start
/stɑːt/ = NOUN: αρχή, ξεκίνημα, εκκίνηση, εξάφνισμα;
VERB: ξεκινώ, αρχίζω, εκκινώ, αναπηδώ, αναχωρώ, εξαφανίζομαι;
USER: αρχή, εκκίνηση, ξεκίνημα, ξεκινήσει, αρχίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
stick
/stɪk/ = NOUN: ραβδί, ράβδος, ξύλο;
VERB: κολλώ, εμμένω, βάλλω, προσκολλώ, κόλλωμαι, κεντώ, αμηχανώ, τοιχοκολλώ;
USER: ραβδί, κολλήσει, επιμείνουμε, να κολλήσει, κολλήσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
stop
/stɒp/ = NOUN: στάση, παύση, σταμάτημα, τελεία, στιγμή;
VERB: σταματώ, παύω, σταθμεύω, μένω;
USER: στάση, παύση, σταματήσει, να σταματήσει, σταματήσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
street
/striːt/ = NOUN: δρόμος, οδός;
USER: δρόμος, οδός, δρόμο, δρόμου, οδό, οδό
GT
GD
C
H
L
M
O
subtitles
/ˈsʌbˌtaɪ.tl̩/ = NOUN: υπότιτλος;
USER: υπότιτλοι, υπότιτλους, subtitles, υποτίτλων, υπότιτλου
GT
GD
C
H
L
M
O
sure
/ʃɔːr/ = ADJECTIVE: σίγουρος, βέβαιος, ασφαλής;
ADVERB: βέβαια;
USER: βέβαιος, σίγουρος, ότι, σίγουροι, βεβαιωθείτε, βεβαιωθείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
talks
/tɔːk/ = NOUN: ομιλία, κουβέντα, συνδιάλεξη;
VERB: μιλώ, συνομιλώ, κουβεντιάζω, ομιλώ;
USER: συνομιλίες, συνομιλιών, τις συνομιλίες, συζητήσεις, μιλά
GT
GD
C
H
L
M
O
task
/tɑːsk/ = NOUN: έργο, αγγαρεία;
USER: έργο, καθήκον, εργασία, αποστολή, εργασιών
GT
GD
C
H
L
M
O
teaches
/tiːtʃ/ = VERB: διδάσκω;
USER: διδάσκει, μαθαίνει, διδάσκει τους, διδάσκει την, διδάσκει την
GT
GD
C
H
L
M
O
technology
/tekˈnɒl.ə.dʒi/ = NOUN: τεχνολογία;
USER: τεχνολογία, τεχνολογίας, της τεχνολογίας, την τεχνολογία, τεχνολογιών
GT
GD
C
H
L
M
O
tell
/tel/ = VERB: λέγω, διηγούμαι, ιστορώ, αριθμώ;
USER: πείτε, πει, πω, ενημερώστε, λένε
GT
GD
C
H
L
M
O
temperature
/ˈtem.prə.tʃər/ = NOUN: θερμοκρασία, πυρετός;
USER: θερμοκρασία, θερμοκρασίας, θερμοκρασία του, περιβάλλοντος, της θερμοκρασίας
GT
GD
C
H
L
M
O
terms
/tɜːm/ = NOUN: όροι;
USER: όροι, όρους, αφορά, άποψη, όρων
GT
GD
C
H
L
M
O
that
/ðæt/ = CONJUNCTION: ότι, ώστε, πως;
ADVERB: τόσο;
PRONOUN: εκείνος, όστις;
USER: ότι, πως, ώστε, που, ότι η, ότι η
GT
GD
C
H
L
M
O
the
/ðiː/ = ARTICLE: ο;
USER: ο, η, το, την, της
GT
GD
C
H
L
M
O
them
/ðem/ = PRONOUN: τους, αυτούς;
USER: τους, αυτούς, τα, τις, αυτά, αυτά
GT
GD
C
H
L
M
O
then
/ðen/ = ADVERB: τότε, έπειτα, λοιπόν;
USER: τότε, έπειτα, στη συνέχεια, συνέχεια, κατόπιν, κατόπιν
GT
GD
C
H
L
M
O
they
/ðeɪ/ = PRONOUN: αυτοί;
USER: αυτοί, που, ότι, να, θα, θα
GT
GD
C
H
L
M
O
thing
/θɪŋ/ = NOUN: πράγμα;
USER: πράγμα, πράγμα που, κάτι, το πράγμα, θέμα, θέμα
GT
GD
C
H
L
M
O
this
/ðɪs/ = PRONOUN: αυτό, τούτος, ούτος;
USER: αυτό, αυτή, Αυτό το, αυτή η, Η παρούσα, Η παρούσα
GT
GD
C
H
L
M
O
time
/taɪm/ = NOUN: φορά, ώρα, χρόνος, εποχή, καιρός;
VERB: κανονίζω τον καιρό, μετρώ τον καιρό, συγχρονίζω;
USER: χρόνος, ώρα, φορά, καιρός, εποχή, εποχή
GT
GD
C
H
L
M
O
times
/taɪmz/ = NOUN: φορές;
USER: φορές, χρόνους, χρόνοι, ώρες, φορές την, φορές την
GT
GD
C
H
L
M
O
to
/tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις;
USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
together
/təˈɡeð.ər/ = ADVERB: μαζί, ομού, αντάμα;
USER: μαζί, κοινού, από κοινού, καθώς, συνδυασμό
GT
GD
C
H
L
M
O
tongue
/tʌŋ/ = NOUN: γλώσσα;
USER: γλώσσα, γλώσσας, τη γλώσσα, της γλώσσας, γλωττίδα
GT
GD
C
H
L
M
O
transcript
/ˈtræn.skrɪpt/ = NOUN: αντίγραφο;
USER: αντίγραφο, πρακτικά, μεταγραφή, μεταγραφής, απομαγνητοφώνηση
GT
GD
C
H
L
M
O
trigger
/ˈtrɪɡ.ər/ = NOUN: σκανδάλη, σκανδάλη όπλου;
VERB: θέτω εις ενέργεια, τραβώ την σκανδάλη;
USER: ενεργοποιούν, έναυσμα, προκαλέσει, να προκαλέσει, ενεργοποιήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
trying
/ˈtraɪ.ɪŋ/ = ADJECTIVE: δύσκολος, κουραστικός;
USER: προσπαθώντας, προσπαθεί, προσπάθεια, προσπαθούν, προσπαθούμε
GT
GD
C
H
L
M
O
two
/tuː/ = USER: two-, two;
USER: δυο, δύο, τα δύο, τα δύο
GT
GD
C
H
L
M
O
understand
/ˌʌn.dəˈstænd/ = VERB: pochopit, porozumět, rozumět, chápat, vyrozumět, usuzovat, mít pochopení;
USER: καταλαβαίνω, κατανοώ, κατανοήσουν, κατανοήσουμε, καταλάβετε, καταλάβετε
GT
GD
C
H
L
M
O
up
/ʌp/ = PREPOSITION: επάνω, πάνω;
ADVERB: άνω;
ADJECTIVE: όρθιος;
VERB: εγείρομαι, υψώνω;
USER: επάνω, πάνω, άνω, μέχρι, έως, έως
GT
GD
C
H
L
M
O
upside
/ˈʌp.saɪd/ = NOUN: άνω μέρος;
USER: άνω μέρος, ανοδικοί, ανάποδα, ανοδικούς, άνω πλευρά
GT
GD
C
H
L
M
O
us
/ʌs/ = PRONOUN: μας, εμάς;
USER: μας, εμάς, μαζί μας, us, μας να, μας να
GT
GD
C
H
L
M
O
use
/juːz/ = NOUN: χρήση, χρησιμότητα, συνήθεια, μεταχείριση, χρησιμότης;
VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι;
USER: χρήση, χρησιμοποιώ, χρησιμοποιήσετε, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
using
/juːz/ = VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι;
USER: χρησιμοποιώντας, χρήση, τη χρήση, με, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιούν
GT
GD
C
H
L
M
O
ve
/ -v/ = USER: ve, κο, πάει εκεί, νβ, νβ
GT
GD
C
H
L
M
O
very
/ˈver.i/ = ADVERB: πολύ, ακριβώς, λίαν, ακόμη και;
ADJECTIVE: αληθής, ατούσιος;
USER: πολύ, ιδιαίτερα, είναι πολύ, ακριβώς, ακριβώς
GT
GD
C
H
L
M
O
videos
/ˈvɪd.i.əʊ/ = NOUN: βίντεο, τηλεόραση;
USER: βίντεο, videos, τα βίντεο, ονομάζεται, φωτογραφιών
GT
GD
C
H
L
M
O
visual
/ˈvɪʒ.u.əl/ = ADJECTIVE: οπτικός;
USER: οπτικός, οπτική, οπτικό, οπτικής, οπτικά
GT
GD
C
H
L
M
O
walked
/wɔːk/ = VERB: περπατώ, βαδίζω, περιπατώ;
USER: περπάτησε, περπάτησαν, περπατήσαμε, περπάτησα, περπατούσε
GT
GD
C
H
L
M
O
want
/wɒnt/ = VERB: θέλω, χρειάζομαι, έχω έλλειψη;
NOUN: ανάγκη, έλλειψη, ένδεια;
USER: θέλω, θέλετε, θέλουν, θέλει, θέλουμε, θέλουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
way
/weɪ/ = NOUN: τρόπος, δρόμος, μέσο, διαδρομή, οδός, πέρασμα;
USER: τρόπος, δρόμος, τρόπο, τρόπος για, τον τρόπο, τον τρόπο
GT
GD
C
H
L
M
O
we
/wiː/ = PRONOUN: εμείς;
USER: εμείς, θα, που, έχουμε, μπορούμε, μπορούμε
GT
GD
C
H
L
M
O
weather
/ˈweð.ər/ = NOUN: καιρός;
VERB: αντιμετωπίζω, αερίζω, διέρχομαι;
USER: καιρός, καιρού, καιρό, καιρικές συνθήκες, καιρικές
GT
GD
C
H
L
M
O
weighing
/weɪ/ = NOUN: ζύγισμα, ζυγίζων;
USER: ζύγισμα, βάρους, ζύγισης, ζύγιση, ζυγίζουν
GT
GD
C
H
L
M
O
what
/wɒt/ = PRONOUN: τι, τις, ποιός, ποσόν;
USER: τι, αυτό, αυτό που, ποια, ποια
GT
GD
C
H
L
M
O
when
/wen/ = CONJUNCTION: όταν, άμα;
ADVERB: πότε;
USER: όταν, κατά, κατά την, πότε, πότε
GT
GD
C
H
L
M
O
while
/waɪl/ = CONJUNCTION: ενώ, μολονότι, καθ' όν χρόνον;
NOUN: λίγο καιρό, χρόνος, διάστημα χρονικό;
VERB: περνώ;
USER: ενώ, ενώ η, κατά, ενώ οι, ενώ οι
GT
GD
C
H
L
M
O
who
/huː/ = PRONOUN: ποιός;
USER: που, ο οποίος, οι οποίοι, οποίος, ποιος, ποιος
GT
GD
C
H
L
M
O
with
/wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν;
USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα
GT
GD
C
H
L
M
O
world
/wɜːld/ = NOUN: κόσμος, υφήλιος, σύμπαν;
USER: κόσμος, κόσμο, κόσμου, παγκοσμίως, παγκόσμια, παγκόσμια
GT
GD
C
H
L
M
O
wrinkly
/ˈrɪŋ.kli/ = ADJECTIVE: ρυτιδωμένος, ζαρωμένος;
USER: ζαρωμένος, ρυτιδωμένος, wrinkly, ρυτιδωμένο, ρυτιδωμένη"
GT
GD
C
H
L
M
O
you
/juː/ = PRONOUN: εσείς, εσύ, σείς, σύ;
USER: εσείς, εσύ, σας, μπορείτε, που, που
GT
GD
C
H
L
M
O
your
/jɔːr/ = PRONOUN: váš, svůj, tvůj;
USER: σας, σου, σας για, το, το
281 words